- γκάβρα
- η карканье;
§ με κακοκεφιάζετ η γκάβρα τους — мне действует на нервы их брань
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ με κακοκεφιάζετ η γκάβρα τους — мне действует на нервы их брань
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκάβρα — η 1. το κράξιμο τών κοράκων 2. τσιριξιές σε γυναικοκαβγά … Dictionary of Greek